συμπορεύομαι

συμπορεύομαι
αμετ.
1) вместе совершать путь, идти вместе (с другими); 2) перен. тесно сотрудничать (с кем-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συμπορεύομαι" в других словарях:

  • συμπορεύομαι — come pres ind mp 1st sg συμπορεύομαι come pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπορεύομαι — συμπορεύομαι, συμπορεύτηκα και συμπορεύθηκα βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπορεύομαι — ΝΜΑ [πορεύομαι] 1. πορεύομαι μαζί με άλλον, συνοδοιπορώ («καὶ συμπορεύσονται πάλιν οἱ ὄχλοι πρὸς αύτόν», ΚΔ) 2. μτφ. συνεργάζομαι με κάποιον («το κόμμα του συμπορεύεται με το κυβερνητικό κόμμα») αρχ. συνουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • συμπορεύσῃ — συμπορεύομαι come aor subj mp 2nd sg συμπορεύομαι come fut ind mp 2nd sg συμπορεύομαι come aor subj mid 2nd sg συμπορεύομαι come aor subj act 3rd sg συμπορεύομαι come fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπορεύῃ — συμπορεύομαι come pres subj mp 2nd sg συμπορεύομαι come pres ind mp 2nd sg συμπορεύομαι come pres subj mp 2nd sg συμπορεύομαι come pres ind mp 2nd sg συμπορεύομαι come pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπορευομένων — συμπορεύομαι come pres part mp fem gen pl συμπορεύομαι come pres part mp masc/neut gen pl συμπορεύομαι come pres part mp fem gen pl συμπορεύομαι come pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπορευόμενον — συμπορεύομαι come pres part mp masc acc sg συμπορεύομαι come pres part mp neut nom/voc/acc sg συμπορεύομαι come pres part mp masc acc sg συμπορεύομαι come pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπορεύου — συμπορεύομαι come pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συμπορεύομαι come pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συμπορεύομαι come imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) συμπορεύομαι come imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπορεύσεται — συμπορεύομαι come aor subj mp 3rd sg (epic) συμπορεύομαι come fut ind mp 3rd sg συμπορεύομαι come aor subj mid 3rd sg (epic) συμπορεύομαι come fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπορεύσομαι — συμπορεύομαι come aor subj mp 1st sg (epic) συμπορεύομαι come fut ind mp 1st sg συμπορεύομαι come aor subj mid 1st sg (epic) συμπορεύομαι come fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπορευθεῖσα — συμπορεύομαι come aor part mp fem nom/voc sg συμπορεύομαι come aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»